ιβύκειο

ιβύκειο
το (Α ἰβύκειον)
νεοελλ.
φρ. «ιβύκειο μέτρο» — το μέτρο κατά το οποίο δύο δακτυλικές τετραποδίες συνάπτονται και αποτελούν μία δακτυλική οκταποδία, οπότε ο στίχος αποτελείται από οκτώ πόδες με σχήμα δακτύλου, ενώ ο τελευταίος είναι καταληκτικός στη θέση, δηλ. λείπει η άρση τού τελευταίου ποδός
αρχ.
φρ. «ἰβύκειον σχῆμα» — η χρησιμοποίηση τής κατάληξης -σι στο γ' ενικό πρόσωπο τής οριστικής και υποτακτικής τών βαρύτονων ρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ίβυκος + κατάλ. -ειο (πρβλ. Κυβέλ-ειον, Λύκ-ειον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”